- πωλητικός
- -ή, -όν, Α [πωλητός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το επάγγελμα τού να πουλάει κανείς την αρετή.επίρρ...πωλητικῶς Αμε πωλητικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.